περινεϊκός

περινεϊκός
-ή, -ό, Ν [περίνεο]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περίνεο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περινεακός — ή, ό, Ν βλ. περινεϊκός …   Dictionary of Greek

  • πριαπίσκος — ὁ, Α 1. διαστολέας ή υπόθετο τού πρωκτού 2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια 3. περινεϊκός γόμφος 4. το φυτό σατύριον* 5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο 6. μικρό ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”